- περιαύγαση
- η [περιαυγάζω]1. η φωταγώγηση ολόγυρα, φωτοχυσία2. η περιβολή κάποιου με δόξα και φήμη3. το φαινόμενο τής οπτικής κατά το οποίο μία επιφάνεια που δέχεται ισχυρό φωτισμό φαίνεται μεγαλύτερη από όση είναι στην πραγματικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.